Ἀργεῖος

Ἀργεῖος
Ἀργεῑος
1 of Argos
a adj. Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ (ἐπεὶ ὁ Τληπόλεμος φυγὼνἐξ Ἄργους διὰ τὸν τοῦ Λικυμνίου τοῦ μήτρωος φόνον ἀπῄει μετὰ νεῶν καὶ κατὰ χρησμὸν ᾤκισε Ῥόδον. Σ.) O. 7.19 τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν i. e. gulf of Argolis P. 4.49 βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (i. e. Ἄργος ἱερόν) N. 10.19
b pro subs. νῦν δ' ἐφίητι (sc. ἁ Μοῖσα) <τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' χρήματα χρήματ ἀνήρ” i. e. of Aristodemos, cf. Alkaios Z 37, L-P. I. 2.9

τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις I. 6.58


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀργεῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αργείος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λικυμνίου από την Τίρυνθα. Σκοτώθηκε στην εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον της Τροίας, στην οποία συμμετείχε μαζί με τον αδελφό του Μέλανα. 2. Ένας από τους γιους της Νιόβης (βλ. λ.). 3. Ένας Κένταυρος που… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος Αργείος — Βλ. λ. Μάνος …   Dictionary of Greek

  • Ἀργεῖον — Ἀργεῖος of masc acc sg Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργεῖα — Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργεῖαι — Ἀργεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργεῖοι — Ἀργεῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… …   Dictionary of Greek

  • Ἀργεῖ' — Ἀργεῖα , Ἀργεῖος of neut nom/voc/acc pl Ἀργεῖε , Ἀργεῖος of masc voc sg Ἀργεῖαι , Ἀργεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργεία — Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc/acc dual Ἀργεί̱ᾱ , Ἀργεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀργείας — Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem acc pl Ἀργεί̱ᾱς , Ἀργεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”